- εκπορθητής
- ο1) покоритель, завоеватель; захватчик; 2) перен. покоритель;
εκπορθητής καρδιών — покоритель сердец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκπορθητής καρδιών — покоритель сердец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκπορθητής — ο αυτός που εκπορθεί ή εκπόρθησε οχυρό τόπο … Dictionary of Greek
πορθητής — ο, ΝΜΑ [πορθώ] αυτός που κυριεύει και λεηλατεί πόλη ή χώρα, εκπορθητής («τῷ τᾱς Τροίας πορθητᾷ», Ευρ.) νεοελλ. 1. ως κύριο όν. ο Πορθητής προσωνυμία που δόθηκε στον Μωάμεθ Β ο οποίος το 1453 πολιόρκησε και κυρίευσε την Κωνσταντινούπολη 2. ζωολ.… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek